- ῥωγμῶν
- ῥωγμήfracturefem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
δενδρίτης — I (Ανατ.). Ονομασία των βραχέων απολήξεων των νευρώνων (νευρικών κυττάρων). Οι δ. μεταδίδουν μόνο τα ερεθίσματα που εκπέμπονται από άλλα νευρικά κύτταρα και κατευθύνονται προς το νευρικό κέντρο. II (Ορυκτ.). Κρυσταλλική μορφή ορυκτού, με μείγμα… … Dictionary of Greek
διάβρωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία και, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στο σύνολο των διεργασιών που προκαλούν διάφοροι φυσικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα την αργή αλλά συνεχή αποσύνδεση και αποκομιδή, λιγότερο ή περισσότερο έντονη κατά τόπους,… … Dictionary of Greek
επίπλαση — η (Α ἐπίπλασις) 1. ιατρ. τοποθέτηση επιπλάσματος, εμπλάστρου 2. το φράξιμο (γέμισμα) ρωγμών, ραγάδων, χασμάτων κ.λπ. με πλαστική ύλη, το στοκάρισμα αρχ. μτφ. σύνθεση φανταστικής, πλαστής διηγήσεως («δι’ ἐπιπλάσεως τῶν διηγημάτων κατασιγάζουσιν αἱ … Dictionary of Greek
επίπλασμα — το (Α ἐπίπλασμα) [επιπλάσσω] έμπλαστρο νεοελλ. συγκολλητική πλαστική ύλη που χρησιμοποιείται για το φράξιμο (γέμισμα) ρωγμών, ραγάδων, χασμάτων κ.λπ., στόκος … Dictionary of Greek
ηλιοφάνεια — Στη μετεωρολογία είναι ο λόγος του αριθμού των ωρών κατά τις οποίες ο Ήλιος είναι πραγματικά ορατός σε μια τοποθεσία (πραγματική η.) προς τον αριθμό των ωρών κατά τις οποίες ο Ήλιος θα έπρεπε –από αστρονομική άποψη– να φωτίζει την ίδια τοποθεσία… … Dictionary of Greek
μαλθακότητα — η (Α μαλθακότης, ητος) [μαλθακός] μαλακότητα, απαλότητα, τρυφερότητα νεοελλ. εκθήλυνση, θηλυπρέπεια αρχ. φρ. «ἡ μαλθακότης τοῡ ἐδάφους» η ύπαρξη ρωγμών στο έδαφος … Dictionary of Greek
πολυβουτυλένιο — και πολυβουτένιο, το, Ν (χημ. τεχνολ.) μακρομοριακή ένωση που ανήκει στην οικογένεια τών πολυολεφινών και παρουσιάζει ικανοποιητική αντίσταση στις θερμικές καταπονήσεις, εξαιρετική ανθεκτικότητα στη δημιουργία ρωγμών στη μάζα του και υψηλή αντοχή … Dictionary of Greek
ρηγμάτωση — η, Ν τεχνολ. 1. δημιουργία ρωγμών σε ένα στερεό σώμα που υποβάλλεται σε καταπόνηση ανώτερη από τα όρια ελαστικότητας και πλαστικότητάς του 2. φρ. «ρηγμάτωση κοπώσεως» ρηγμάτωση που οφείλεται σε μικρή αλλά συχνά επαναλαμβανόμενη καταπόνηση.… … Dictionary of Greek
σεπτάριο — το, Ν (πετρογρ.) μεγάλο σφαιροειδές σύγκριμμα με διάμετρο 80 90 εκατοστόμετρα, το οποίο αποτελείται, συνήθως, από αργιλούχα ανθρακικά ορυκτά και χαρακτηρίζεται από ένα σύστημα εσωτερικών ρωγμών που τό αποκόπτουν ακανόνιστα σε πολυγωνικά τεμάχη… … Dictionary of Greek